- γλύκανε
- βαίνω αμετ. спокойно вздыматься (о груди)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — γλύκανα, γλυκάθηκα, γλυκαμένος 1. κάνω κάτι γλυκό: Δε γλύκανα πολύ το σιρόπι για τα μελομακάρονα. 2. μτφ., ανακουφίζω, καταπραΰνω: Τα λόγια σου μου γλύκαναν τον πόνο. 3. αμτβ., γίνομαι γλυκός: Το τσάι γλυκάθηκε γιατί έβαλα μέσα μέλι. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)